γνοιάζομαι
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
νοιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γ- προθετικό + νοιάζομαι, με πιθανή επίδραση της λ. έγνοια (πρβλ. γνέφος, γνέφω)].