γονιμοποίηση
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
Greek Monolingual
η
1. το να καταστήσει κάποιος κάτι γόνιμο
2. η συνένωση δύο γεννητικών κυττάρων διαφορετικού φύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γονιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Θ. Μανούση].