γυιώ

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

γυιῶ (-όω) (Α)
1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο
2. εξασθενώ, βλάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῖον ή, κατ' άλλους, < (σύνθ.) απογυιώεξασθενώ, αδυνατίζω»)].