γυμνοποδία

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, Barfüßigkeit, l. d.

Greek Monolingual

και -ποδιά, η
το να περπατά κανείς με γυμνά πόδια.