γυμνόκαυλος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
-ο
(για φυτά) αυτός που έχει γυμνό καυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + καυλός «βλαστός». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].