γυμνόφυλλος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + φύλλο(ν). Η λ. μαρτυρείται το 1893 από τον Γρηγ. Ξενόπουλο στην εφημερίδα Εστία].