γόμφωσις

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόμφωσις Medium diacritics: γόμφωσις Low diacritics: γόμφωσις Capitals: ΓΟΜΦΩΣΙΣ
Transliteration A: gómphōsis Transliteration B: gomphōsis Transliteration C: gomfosis Beta Code: go/mfwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A bolting together, Sch. Theoc.7.105.
II a mode of articulation, Gal.2.738.
2 framework of the body, Eun.VSp.474B.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 ensambladura χρίουσι δὲ αὐτῇ τὰς τῶν σανίδων γομφώσεις Sch.Theoc.7.105.
2 anat. gónfosis un tipo de articulación ἡ δὲ γόμφωσις συνάρθρωσίς ἐστι κατ' ἔμπηξιν Gal.2.738
del cuerpo armazón τῆς γομφώσεως καὶ πήξεως διαλυομένης Eun.VS 474.

German (Pape)

[Seite 501] ἡ, das Verbinden durch γόμφοι, Schol. Theocr. 7, 105; vom Knochenverband, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

γόμφωσις: -εως, ἡ, σύμπηξις, συναρμογὴ διὰ γόμφων, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 105. ΙΙ. τρόπος ἀρθρώσεως, Γαλην. 2. 738.