δένδρεσι

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

French (Bailly abrégé)

v. δένδρος.

Russian (Dvoretsky)

δένδρεσι: dat. pl. к δένδρος.