δίεση

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

η (Α δίεσις) διίημι
μουσ. ημιτόνιο
νεοελλ.
μουσ. σημάδι το οποίο σημειώνεται πάνω από έναν φθόγγο και δηλώνει ότι πρέπει να ανυψωθεί κατά ένα ημιτόνιο
αρχ.
1. διαβίβαση, δίοδος
2. απόλυση
3. απελευθέρωση, εκφόρτωση
4. διαζύγιο
5. ύγρανση, κατάβρεγμα.