δίιξις
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
German (Pape)
[Seite 625] ἡ, das Durchdringen, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
δίιξις: -εως, ἡ, (διικνέομαι), διείσδυσις, Πρόκλ. Ἀλκιβ. 2. 215.
Greek Monolingual
δίιξις, η (Α) διικνούμαι
1. διείσδυση
2. διείσδυση τών αισθήσεων στη συνείδηση
3. διήγηση.