δίπατος

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες
2. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει δυό πατώματα, διώροφος.