δίπλευρος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
δίπλευρον, with two fronts, Ael.Tact.36.4, Arr.Tact.28.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 milit. de dos frentes τάγμα Ael.Tact.36.4, cf. Arr.Tact.28.4.
2 ret. de doble intención, de doble sentido Donat.Ter.Ad.341.
Greek (Liddell-Scott)
δίπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, Ἀρρ. Τακτ. 66.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίπλευρος, -ον)
αυτός που έχει δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλευρά (πρβλ. πολύπλευρος, τρίπλευρος)].