δίπορτος

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πόρτες, διεξόδους
2. το ουδ. ως ουσ. το δίπορτο
διπλή διέξοδος, καταφύγιο
3. φρ. «το 'χει δίπορτο» — έχει διπλό τρόπο διαφυγής σε δύσκολες περιστάσεις.