δαιμοναριά

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονιαρέα)
η κοινή ονομασία του φυτού υοσκύαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονιαρέα, θηλυκό του δαιμονιάριος (πρβλ. βρομιαρέα, περβολαρέα) σχηματίστηκε αναλογικά προς τα θηλυκά σε -έα τών επιθέτων σε -ύς (πρβλ. βαρύς-βαρέα, βαθύς-βαθέα)].