δαιμονομανία

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονομανία: ἡ, μανιώδης λατρεία πρὸς τοὺς δαίμονας, μτγν.

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονομανία)
νεοελλ.
η παθολογική κατάσταση του δαιμονομανούς
μσν.
η μανιώδης λατρεία τών δαιμόνων.