δασκαλόπουλο
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
το
1. το δασκαλοπαίδι
2. (σκωπτικά) ο νεαρός ή μικρόσωμος δάσκαλος
3. παροιμ. «δασκαλόπουλα, δαιμονόπουλα» — τα μικρά παιδιά είναι ζωηρά και άτακτα.