δασμόβιος

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

-α, -ο
(για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο επειδή τον προστατεύει το δασμολογικό καθεστώς, οι δασμοί που έχουν επιβληθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + -βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, μακρόβιος, μηχανόβιος κ.ά.)].