δασυσμός
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
ὁ, making rough, δ. φωνῆς hoarseness, Dsc.1.64 (pl.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
espesor, aspereza δασυσμοὶ φωνῆς ronquera Dsc.1.64.
German (Pape)
[Seite 524] ὁ, Rauhheit, φωνῆς Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
δασυσμός: ὁ, τὸ ποιεῖν τι δασύ, δ. φωνῆς, τραχύτης, Διοσκ. 1. 77.
Greek Monolingual
δασυσμός, ο (Α) δασύνω
φρ. «δασυσμοὶ φωνῆς» — τραχύτητα, βραχνάδα.