δασύτονος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

German (Pape)

[Seite 524] mit dem spiritus asper versehen, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

δασύτονος: ὁ ἔχων δασὺ πνεῦμα. Εὐστάθ.

Greek Monolingual

δασύτονος, -ον (Μ)
αυτός που έχει δασύ πνεύμα, που φέρει δασεία.