δαχτυλίδι

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

και δακτυλίδι, το (AM δακτυλίδιον
Μ και δακτυλίδιν) δακτύλιος
κόσμημα από μέταλλο συνήθως πολύτιμο (ή από άλλο υλικό) σε σχήμα κρίκου με λίθο ή σφραγίδα, το οποίο φοριέται στην κάτω φάλαγγα τών δαχτύλων του χεριού, συνήθως στον παράμεσο
νεοελλ.
1. το δαχτυλίδι του αρραβώνα, η βέρα
2. φρ. α) «έβαλε δαχτυλίδι» — αρραβωνιάστηκε
β) «στόμα ή μέση δαχτυλίδι» — κομψό, δαχτυλιδένιο
αρχ.
το μικρό δάχτυλο του χεριού.