δειλοκοπώ

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source

Greek Monolingual

δειλοκοπῶ (-έω) (Α)
εξαπατώ ή τρομοκρατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + -κοπώ < -κοπος < κόπτω (πρβλ. δοξοκοπώ, σεμνοκοπώ)].