δειλοσκοπώ

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

(Μ δειλοσκοπῶ, -έω) (μέσ. δειλοσκοπούμαι)
δειλιάζω, ταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλο- (βλ. δειλός) + σκοπώ].