δεινοπάθημα
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
Greek Monolingual
το
φοβερό πάθημα, δεινή ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινοπαθώ. Η λ. μαρτυρείται στο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης του Αθαν. Σακελλαρίου].