δεις

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

δείς (δεινός), δεν (AM)
κάποιος, ο δείνα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δεν
το σώμα («μὴ μᾶλλον τὸ δὲν εἶναι ἤ τὸ μηδὲν» Δημόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στη γενική δενός σ' ένα δυσνόητο χωρίο του Αλκαίου «καἰ κ' οὔδεν ἐκ δενὸς γένοιτο» όπου ερμηνεύεται ως «τίποτε» ή «κάτι». Ενώ το ουδ. δεν μαρτυρείται στον Δημόκριτο και ερμηνεύεται ως «σώμα», αντιτιθέμενο στο κενόν. Έχει υποτεθεί ότι ο τ. δεις ή δεν αποσπάστηκε από τα ουδείς ή ουδέν, αντίστοιχα].