δεκανέας
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
και δεκανεύς, ο
ο κατώτερος υπαξιωματικός της στρατιωτικής ιεραρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δεκανός < δεκαν-ία «δεκαρχία» < λατ. decānus «δεκάρχης». Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].