δενδροκομικός

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροκομικός Medium diacritics: δενδροκομικός Low diacritics: δενδροκομικός Capitals: ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: dendrokomikós Transliteration B: dendrokomikos Transliteration C: dendrokomikos Beta Code: dendrokomiko/s

English (LSJ)

δενδροκομική, δενδροκομικόν, of or like a woodman, Ael.NA13.18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν propio del arboricultor σοφία Ael.NA 13.18.

German (Pape)

[Seite 546] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, σοφία Ael. H. A. 13, 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la végétation des arbres.
Étymologie: δενδροκόμος.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροκομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δενδροκομικός, -ή, -όν) δενδροκομία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία.