δενδροκοπώ

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

(AM δενδροκοπῶ, -έω) δενδροκόπος
κόβω δένδρα
αρχ.
1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια
2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της.