δεσπότας
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (Slater)
δεσπότας (-ας, -ᾳ, -αν, -α; -αι) master, lord τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias (O. 6.18) δέσποτα ποντόμεδον (O. 6.103) “φῶτα κελαινεφέων πεδίων δεσπόταν” Battos (P. 4.53) δεσπόταν λίσσοντο ναῶν Poseidon (P. 4.207) Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς (N. 1.13) [<δεσπόται> supp. Mair. (N. 9.17) ] νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα παίδων Poseidon (I. 6.5) Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. ἀλλὰ θαυμάζω, τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται “les riches et puissants Corinthiens présents au banquet” van Groningen. fr. 122. 14. esp. owner, master of horses, κράτει δὲ προσέμειξε δεσπόταν (sc. Φερένικος, Hieron's racehorse) (O. 1.22) ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν Βελλεροφόνταν (I. 7.45)
Russian (Dvoretsky)
δεσπότας: ὁ дор. = δεσπότης.