δευτεριάζω

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευτεριάζω Medium diacritics: δευτεριάζω Low diacritics: δευτεριάζω Capitals: ΔΕΥΤΕΡΙΑΖΩ
Transliteration A: deuteriázō Transliteration B: deuteriazō Transliteration C: defteriazo Beta Code: deuteria/zw

English (LSJ)

play the second part, Ar.Ec. 634.

Spanish (DGE)

actuar en segundo lugar, tomar el relevo ὅταν ἤδη 'γὼ διαπραξάμενος παραδῶ σοι δευτεριάζειν Ar.Ec.634.

German (Pape)

[Seite 553] die zweite Rolle spielen, Ar. Eccl 634.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δευτεριάζω [δεύτερος] de tweede zijn.

Russian (Dvoretsky)

δευτεριάζω: Arph. = δευτερεύω.

Greek (Liddell-Scott)

δευτεριάζω: μέλ. –άσω, παίζω τὸ δεύτερον πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 634.

Greek Monolingual

δευτεριάζω (Α)
υποκρίνομαι δεύτερο πρόσωπο στο θέατρο, παίζω δεύτερο ρόλο.