δευτεριάζω
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
play the second part, Ar.Ec. 634.
Spanish (DGE)
actuar en segundo lugar, tomar el relevo ὅταν ἤδη 'γὼ διαπραξάμενος παραδῶ σοι δευτεριάζειν Ar.Ec.634.
German (Pape)
[Seite 553] die zweite Rolle spielen, Ar. Eccl 634.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δευτεριάζω [δεύτερος] de tweede zijn.
Russian (Dvoretsky)
δευτεριάζω: Arph. = δευτερεύω.
Greek (Liddell-Scott)
δευτεριάζω: μέλ. –άσω, παίζω τὸ δεύτερον πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 634.
Greek Monolingual
δευτεριάζω (Α)
υποκρίνομαι δεύτερο πρόσωπο στο θέατρο, παίζω δεύτερο ρόλο.