δημούμαι

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

δημοῦμαι (-όομαι) (Α) δήμος
1. αγορεύω δημόσια με σκοπό να ευχαριστήσω ή τέρψω τον δήμο, δημοκοπώ
2. (ως παθητικό) είμαι δημόσια γνωστός
3. τραγουδώ λαϊκό τραγούδι.