διάδιπλος
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
Greek (Liddell-Scott)
διάδιπλος: -ον, (διπλόος) διπλοῦς, διπλωμένος, Διοσκ. 3. 105.
Spanish (DGE)
-ον doble ἀσπιδίσκια διάδιπλα Dsc.3.91 (cód.).
German (Pape)
ον, doppelt zusammengefügt, Diosc.