διάμειπτος
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
[ᾰ], ον, communicable, Sapph.14.
Spanish (DGE)
-ον
mudable, cambiable ταῖς κάλαισ' ὔμμιν <τὸ> νόημμα τὦμον οὐ διάμειπτον para vosotras, que sois bellas, mi pensamiento no es mudable Sapph.41.2.
German (Pape)
[Seite 589] abwechselnd, veränderlich, Sapph. frg. bei Ap. Dysc. pron. 384 c.
Greek (Liddell-Scott)
διάμειπτος: -ον, μεταλλασσόμενος, εὐμετάβλητος, ἄστατος, Σαπφὼ 17.
Russian (Dvoretsky)
διάμειπτος: переменчивый Sappho.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάμειπτος -ον [διαμείβω] veranderlijk.