διαβίωση

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

η (Μ διαβίωσις) διαβιώ
1. το πέρασμα της ζωής, η ζωή
2. ο τρόπος του ζην, οι συνθήκες της ζωής.