διαδρηπετεύω

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδρηπετεύω Medium diacritics: διαδρηπετεύω Low diacritics: διαδρηπετεύω Capitals: ΔΙΑΔΡΗΠΕΤΕΥΩ
Transliteration A: diadrēpeteúō Transliteration B: diadrēpeteuō Transliteration C: diadripetevo Beta Code: diadrhpeteu/w

English (LSJ)

v. διαδρηστεύω.

Greek Monotonic

διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω: τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει νόημα.

Middle Liddell

δι-επρήστευσε [a correction for διεπρήστευσε, which has no meaning.]
to run off, go over to, Hdt.