καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
διακλῶ (-άω) (Α) κλω1. σπάζω στα δύο2. (το παθ.) διακλώμαιακκίζομαι, κάνω νάζια και κουνήματα.