διακλώ

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

διακλῶ (-άω) (Α) κλω
1. σπάζω στα δύο
2. (το παθ.) διακλώμαι
ακκίζομαι, κάνω νάζια και κουνήματα.