διακρινθήμεναι

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source

Greek Monotonic

διακρινθήμεναι: Επικ. αντί -ῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του διακρίνω.