ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
διακρινθήμεναι: Επικ. αντί -ῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του διακρίνω.