διακυβερνάω

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακῠβερνάω Medium diacritics: διακυβερνάω Low diacritics: διακυβερνάω Capitals: ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΑΩ
Transliteration A: diakybernáō Transliteration B: diakybernaō Transliteration C: diakyvernao Beta Code: diakuberna/w

English (LSJ)

steer through, pilot, τὸ θνητὸν ζῷον, τἀνθρώπινα, Pl. Ti.42e, Lg.709b; τὸν κόσμον Plu.2.1026f; τὸν πότον ib.712b; ἐμαυτήν τε καὶ τὸ παιδίον σοῦ PLond.1.42.16 (ii B.C.); of a physician, Arist.Pr.859a18:—Pass., Iamb.Myst.8.3.

Spanish (DGE)

dirigir, gobernar con poder absoluto c. suj. de divinidades, fuerzas cósmicas o abstr. τὸ θνητὸν διακυβερνᾶν ζῷον por parte de ciertos dioses, Pl.Ti.42e, καὶ μετὰ θεοῦ τύχη καὶ καιρός, τἀνθρώπινα διακυβερνῶσι σύμπαντα Pl.Lg.709b, (τὰ σύμπαντα) νοῦς Pl.Phlb.28d, θεὲ τὴν πᾶσαν διακυβερνῶν ... κτίσιν LXX 3Ma.6.2, τήν γε Νομᾶ βασιλείαν ... εὐτυχία Plu.2.321b, (Ἔρωτες) τὸ θνητὸν ἅπαν διακυβερνῶντες Philostr.Im.1.6, ὁ δὲ ἄγγελος ... αὐτούς Herm.Sim.8.3.3, en v. pas. νόμοις (Θεοῦ) ... τὸν σύμπαντα διακυβερνᾶσθαι Eus.PE 7.10.2, cf. Iambl.Myst.3.6, 8.3
en v. med. mismo sent. διεκυβερνᾶτο παρ' ἡμῶν τὰς ὁρμάς dicho de la filosofía, Gr.Thaum.Pan.Or.9.13
del único gobernante διακυβερνῶντα ... πολιτείαν Pl.Plt.301d, τὸν πόλεμον Plu.Pyrrh.16
de una mujer ἐκ τοῦ το<ιο>ύτου καιροῦ ἐμαυτὴν ... διακεκυβερνηκυῖα habiendo pilotado con firmeza mi vida hasta superar circunstancias tan difíciles, UPZ 59.16 (II a.C.)
controlar abs. διὸ δεῖ ἐν ταῖς μεταβολαῖς μάλιστα διακυβερνᾶν por lo que en momentos de cambio (de clima) se debe tener el máximo control Arist.Pr.859a18
presidir οἴνου χωρὶς ... διακυβερνῆσαι τὸν πότον presidir el banquete ... sin vino Plu.2.712b.

German (Pape)

[Seite 585] durchsteuern, regieren; πολιτείαν Plat. Polit. 301 d; Phil. 28 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακῠβερνάω: κυβερνῶ διὰ μέσου, διευθύνω, τὰ θνητά, τἀνθρώπινα Πλάτ. Τιμ. 42Ε, Νόμ. 709Β· ἐπὶ ἰατροῦ, Ἀριστ. Προβλ. 1.3· - διακυβέρνησις καὶ διακυβερνητικός, μεταγεν.

Russian (Dvoretsky)

διακῠβερνάω: досл. быть кормчим, перен. руководить, вести (τὴν πολιτείαν Plat.; ἐν ταῖς μεταβολαῖς Arst.; τὸν πόλεμον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κυβερνάω besturen.