διαπόνως
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
adv.
très péniblement.
Étymologie: διάπονος.
διαπόνως: с трудом (δέχεσθαι τὰς μαθήσεις Plut.).