διασήπομαι

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Russian (Dvoretsky)

διασήπομαι: (part. aor. 2 διασαπείς) прогнивать, сгнивать Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διασήπομαι: παθ. πρκμ. διασέσηπα, σήπομαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι. Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 5, Λουκ. Πένθ. 18.

Greek Monotonic

διασήπομαι: Παθ., με παρακ. διασέσηπα, σήπομαι, αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Λουκ.

Middle Liddell

perf. διασέσηπα
to putrefy, decay, Luc.