διασκευωρέομαι

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monotonic

διασκευωρέομαι: Μέσ., προετοιμάζω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Mid. to set all in order, Plat.