διασωστικός

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασωστικός Medium diacritics: διασωστικός Low diacritics: διασωστικός Capitals: ΔΙΑΣΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diasōstikós Transliteration B: diasōstikos Transliteration C: diasostikos Beta Code: diaswstiko/s

English (LSJ)

διασωστική, διασωστικόν, preservative, Max.Tyr.20.5, al.; δύναμις Gal.Nat.Fac.1.14; θεὸς δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός Theol.Ar.5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que puede conservar o preservar, δύναμις ... τοῦ ζῴου διασωστική Gal.2.46, cf. Albin.Intr.182, 183, (ὁ θεός) δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός Theol.Ar.5
que salva, salvador, liberador στρατηγός Poll.1.178, cf. Max.Tyr.14.5
fig. παρέχων τὴν ἐπαγγελίαν εἰς διασωστικὴν εὐφημίαν de Dios Corp.Herm.18.14.

German (Pape)

[Seite 605] ή, όν, durchbringend, erhaltend, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διασωστικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή ικανός να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή.