διαφορικός
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ διαφορικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφορά
2. μαθ. αυτός που ανάγεται στο διαφορικό
3. το ουδ. ως ουσ. το διαφορικό
μσν.
1. αυτός που συμφέρει, συμφερτικός
2. πολύτιμος.