διαφόρως

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
1 différemment;
2 dans des sentiments divers;
3 en se distinguant, supérieurement, excellemment.
Étymologie: διάφορος.

Greek (Liddell-Scott)

διαφόρως: ἐπίρρ. (διαφέρειν) κατὰ διάφορον τρόπον, ἀνομοίως, Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Ἴωνι 531Β. 2) ἐξόχως, Δημοσθ. 761. 26, Πολύβ. 13. 7, 2, Πλούτ. Κάτ. Ν. 4. 3) (διαφέρεσθαι) ἐχθρικῶς, Θουκ. 7. 71.

Russian (Dvoretsky)

διαφόρως:
1 различно, по-разному (ὅσα τε ὁμοίως καὶ ὅσα δ. λέγουσιν περί τινος Plat.): δ. ἔχειν τινί Dem. отличаться от кого-л.;
2 врозь, вразнобой (οὐ δ., ἀλλ᾽ ἀπὸ μιᾶς ὁρμῆς Thuc.);
3 в разладе, враждебно (ἥκιστα δ. πολιτεύειν Thuc.).

English (Woodhouse)

(see also: διάφορος) differently

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

Spanish

destacadamente, diferentemente, hostilmente

Lexicon Thucydideum

diverse, differently, 7.71.6,
alieno animo, contrarie, with hostile disposition, adversely, 6.18.7.