διεκτραγωδώ

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

διηγούμαι ή παρουσιάζω δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να εντυπωσιάσω και να συγκινήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εκτραγῳδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη].