διευλυτόω
From LSJ
English (LSJ)
A = διευλυτέω, pay off a debt, PTeb.381.18 (ii A. D.).
II αἰτιῶν ἑαυτοὺς δ. clear themselves from charges, Just.Nov.123.22.
Spanish (DGE)
1 pagar, saldar una deuda, PTeb.381.18 (II d.C.).
2 liberar de una acusación ἑαυτούς Iust.Nou.123.22, de una carga fiscal injustificada τούτους SB 9102.34 (VI d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διευλῠτόω: -διαλύω, πληρώνω χρέος, Ἰώσηπ. Ι. Α. 16. 9, 3, κατὰ τὰ χειρόγραφα· πρβλ. εὐλυτόω. Τό οὐσιαστ. διευλύτωσις, ἡ, ἐν Γλωσσ.