διθάλαμος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

-ο
1. (για σπίτια) αυτό που έχει δύο θαλάμους
2. ιατρ. «διθάλαμος ή δίαυλος μήτρα» — μήτρα με ανώμαλη διάπλαση που παρουσιάζεται εξωτερικά σαν φυσιολογική ενώ εσωτερικά χωρίζεται με διάφραγμα σε δύο τμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Σ. Ι. Κασιμάτη].