δικαιολόγηση

From LSJ

Greek Monolingual

η
1. υπεράσπιση, απόδοση δικαιοσύνης
2. η έγκριση, η νομιμοποίηση μιας ενέργειας, θέσης ή κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στην απολογία τών Ιω. Ορλάνδου και Ανδρ. Λουριώτη].