διοδύρομαι

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek (Liddell-Scott)

διοδύρομαι: θρηνῶ μεγάλως, μετ’ αἰτ., Δημ. 1248. 19.

Greek Monolingual

διοδύρομαι (Α) οδύρομαι
θρηνώ γοερά.

Russian (Dvoretsky)

διοδύρομαι: (ῡ) горько сетовать, оплакивать (τὴν συμφοράν Dem.).

German (Pape)

sehr beklagen, τὴν συμφοράν, Dem. 53.7.