Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
διοίγνυμι και διοιγνύω και διοίγω (Α) οίγνυμι, οιγνύω, οίγω1. ανοίγω κάτι και το κρατώ ανοιχτό2. (-μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς.